Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐν πολέμῳ

См. также в других словарях:

  • πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… …   Dictionary of Greek

  • πολεμώ — πολεμάω / πολεμώ, πολέμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολεμώ — πολέμησα, πολεμήθηκα, πολεμημένος 1. κάνω πόλεμο, μάχομαι με όπλο, βρίσκομαι σε πολεμική κατάσταση: Σκοτώθηκε πολεμώντας. 2. αγωνίζομαι, καταπολεμώ: Πολεμούμε τους πολιτικούς αντιπάλους. 3. προσπαθώ, κάνω ό,τι μπορώ, πασχίζω: Πολεμώ να τον πείσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμῶ — πολεμέω to be at war pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολεμέω to be at war pres ind act 1st sg (attic epic doric) πολεμόω make hostile pres subj act 1st sg πολεμόω make hostile pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμω — πόλεμος war masc nom/voc/acc dual πόλεμος war masc gen sg (doric aeolic) πολεμόω make hostile pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πολεμόω make hostile imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμῳ — πόλεμος war masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμωι — πολέμῳ , πόλεμος war masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • μάρναμαι — (Α) (αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου 2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.) 3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω,… …   Dictionary of Greek

  • μονομαχώ — (ΑΜ μονομαχῶ, έω, Α ιων. τ. μουνομαχῶ) [μονομάχος] μάχομαι μόνος προς έναν μόνο αντίπαλο («ἐμουνομάχησέ τε καὶ ἐπέκτεινε Ὕλλον», Ηρόδ.) μσν. 1. πολεμώ μόνος εναντίον πολλών αντιπάλων 2. συνεκδ. πολεμώ, παίρνω μέρος σε μάχες αρχ. 1. (στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοπολεμούμαι — ( έομαι) και πολεμιέμαι πολεμούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα πολεμώ κι εγώ εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + πολεμώ ( ούμαι και ιέμαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»